βυθίζονται

βυθίζονται
βυθίζω
sink
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Φαίακες — Μυθικός λαός στη χώρα του οποίου έφτασε ο Οδυσσέας κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του. Οι Φ. αρχικά έμεναν στην Υπέρεια, έπειτα όμως τους έδιωξαν οι Κύκλωπες και πήγαν στη Σχερία, όπου και έζησαν ευτυχισμένοι με τον βασιλιά τους Ναυσίθοο, γιο …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • επίφυτα — Χλωροφυλλούχα φυτά. Φύονται επάνω σε άλλα φυτά, κυρίως δέντρα, χωρίς να παρασιτούν, δηλαδή δεν απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες, αλλά τα χρησιμοποιούν μόνο ως υποστήριγμα. Ιδιαίτερα, ε. ονομάζονται εκείνα τα φυτά που, επειδή δεν έχουν καμιά… …   Dictionary of Greek

  • επιμετάλλωση — Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε. Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την… …   Dictionary of Greek

  • κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”